συναναμείγνυμι

συναναμείγνυμι
Α
βλ. συναναμίγνυμι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συναναμίγνυμι — ΜΑ, και συναναμείγνυμι Α [ἀναμ(ε)ίγνυμι] 1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάποιον ή κάτι με άλλους ή με άλλα («Ξενοφῶν καί τινας ἰδιώτας συνανέμειξε», Α θήν.) 2. παθ. συναναμίγνυμαι α) (για πρόσ.) έχω επικοινωνία, έχω σχέσεις («μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”